- νεανιεία
- νεᾱν-ιεία, ἡ,A youthful spirit, Ph.2.306; cf. νεανεία.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεανιεία — νεανιεία, ἡ (Α) [νεανιεύομαι] νεανική ηλικία ή νεανικά έργα … Dictionary of Greek
νεανιείαν — νεανιείᾱν , νεανιεία youthful spirit fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανεία — νεανεία, ἡ (Α) νεανική θρασύτητα, έπαρση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε νεανιεία*] … Dictionary of Greek